Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χαλκομίτρας
χαλκόνωτος
χαλκοπαγής
χαλκοπάρῃος
χαλκόπεδος
χαλκόπλευρος
χαλκοπληθής
χαλκόπληκτος
χαλκόπους
χαλκόπυλος
χαλκοπώγων
χαλκός
χαλκοστέφανος
χαλκόστομος
χαλκότευκτος
χαλκότοξος
χαλκοτορέω
χαλκότορος
χαλκοτύπος
χαλκότυπος
χαλκουργικός
View word page
χαλκοπώγων
χαλκοπώγων χαλκο-πώγων, ωνος, ὁ, = Lat. Ahenobarbus, Plut.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
χαλκοπώγων
Headword (normalized):
χαλκοπώγων
Headword (normalized/stripped):
χαλκοπωγων
IDX:
35477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35517
Key:
xalkopw/gwn
Data
{'content': 'χαλκοπώγων\n χαλκο-πώγων, ωνος, ὁ,\n = Lat. Ahenobarbus, Plut.', 'key': 'xalkopw/gwn'}