Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χαλκόκροτος
χαλκολίβανον
χαλκομίτρας
χαλκόνωτος
χαλκοπαγής
χαλκοπάρῃος
χαλκόπεδος
χαλκόπλευρος
χαλκοπληθής
χαλκόπληκτος
χαλκόπους
χαλκόπυλος
χαλκοπώγων
χαλκός
χαλκοστέφανος
χαλκόστομος
χαλκότευκτος
χαλκότοξος
χαλκοτορέω
χαλκότορος
χαλκοτύπος
View word page
χαλκόπους
χαλκόπους χαλκό-πους, of horses, to express the solid strength of their hoofs, brass-hoofed, Il.; χ. Ἐρινύς, to express her untiring pursuit, Soph.; χαλκόπους ὀδός, simply, the threshold of brass, Soph.

ShortDef

with hoofs of bronze

Debugging

Headword:
χαλκόπους
Headword (normalized):
χαλκόπους
Headword (normalized/stripped):
χαλκοπους
IDX:
35475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35515
Key:
xalko/pous

Data

{'content': 'χαλκόπους\n χαλκό-πους,\n \n of horses, to express the solid strength of their hoofs, brass-hoofed, Il.; χ. Ἐρινύς, to express her untiring pursuit, Soph.; χαλκόπους ὀδός, simply, the threshold of brass, Soph.', 'key': 'xalko/pous'}