Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χαλκοκορυστής
χαλκόκροτος
χαλκολίβανον
χαλκομίτρας
χαλκόνωτος
χαλκοπαγής
χαλκοπάρῃος
χαλκόπεδος
χαλκόπλευρος
χαλκοπληθής
χαλκόπληκτος
χαλκόπους
χαλκόπυλος
χαλκοπώγων
χαλκός
χαλκοστέφανος
χαλκόστομος
χαλκότευκτος
χαλκότοξος
χαλκοτορέω
χαλκότορος
View word page
χαλκόπληκτος
χαλκόπληκτος χαλκό-πληκτος, Doric -πλακτος, ον, πλήσσω smiting with brasen edge or = χαλκήλατος, Soph.
ShortDef
smiting with brasen edge
Debugging
Headword:
χαλκόπληκτος
Headword (normalized):
χαλκόπληκτος
Headword (normalized/stripped):
χαλκοπληκτος
IDX:
35474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35514
Key:
xalko/plhktos
Data
{'content': 'χαλκόπληκτος\n χαλκό-πληκτος, Doric -πλακτος, ον,\n πλήσσω\n smiting with brasen edge or = χαλκήλατος, Soph.', 'key': 'xalko/plhktos'}