Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀξιοθέατος
ἀξιόθρηνος
ἀξιοκοινώνητος
ἀξιόκτητος
ἀξιόλογος
ἀξιομακάριστος
ἀξιόμαχος
ἀξιομνημόνευτος
ἀξιόνικος
ἀξιοπενθής
ἀξιόπιστος
ἀξιοπρεπής
ἀξιόρατος
ἀξιόσκεπτος
ἀξιοσπούδαστος
ἄξιος
ἀξιοστράτηγος
ἀξιοτέκμαρτος
ἀξιοφίλητος
ἀξιόχρεως
ἀξιόω
View word page
ἀξιόπιστος
ἀξιόπιστος trustworthy, Plat., Dem.; εἴς τι in a thing, Xen.
ShortDef
trustworthy
Debugging
Headword:
ἀξιόπιστος
Headword (normalized):
ἀξιόπιστος
Headword (normalized/stripped):
αξιοπιστος
IDX:
3550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3551
Key:
a)cio/pistos
Data
{'content': 'ἀξιόπιστος\n trustworthy, Plat., Dem.; εἴς τι in a thing, Xen.', 'key': 'a)cio/pistos'}