Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χαλκόγενυς
χαλκογλώχιν
χαλκοδαίδαλος
χαλκοδάμας
χαλκόδετος
χαλκοθώραξ
χαλκοκνήμις
χαλκοκορυστής
χαλκόκροτος
χαλκολίβανον
χαλκομίτρας
χαλκόνωτος
χαλκοπαγής
χαλκοπάρῃος
χαλκόπεδος
χαλκόπλευρος
χαλκοπληθής
χαλκόπληκτος
χαλκόπους
χαλκόπυλος
χαλκοπώγων
View word page
χαλκομίτρας
χαλκομίτρας χαλκο-μίτρας, ου, ὁ, with girdle of brass, Pind.
ShortDef
with a bronze belt
Debugging
Headword:
χαλκομίτρας
Headword (normalized):
χαλκομίτρας
Headword (normalized/stripped):
χαλκομιτρας
IDX:
35467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35507
Key:
xalkomi/trhs
Data
{'content': 'χαλκομίτρας\n χαλκο-μίτρας, ου, ὁ,\n with girdle of brass, Pind.', 'key': 'xalkomi/trhs'}