Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χαλκοβόας
χαλκόγενυς
χαλκογλώχιν
χαλκοδαίδαλος
χαλκοδάμας
χαλκόδετος
χαλκοθώραξ
χαλκοκνήμις
χαλκοκορυστής
χαλκόκροτος
χαλκολίβανον
χαλκομίτρας
χαλκόνωτος
χαλκοπαγής
χαλκοπάρῃος
χαλκόπεδος
χαλκόπλευρος
χαλκοπληθής
χαλκόπληκτος
χαλκόπους
χαλκόπυλος
View word page
χαλκολίβανον
χαλκολίβανον χαλκο-λίβᾰνον, ου, τό, an uncertain word in NTest. commonly taken to mean fine brass.
ShortDef
fine brass
Debugging
Headword:
χαλκολίβανον
Headword (normalized):
χαλκολίβανον
Headword (normalized/stripped):
χαλκολιβανον
IDX:
35466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35506
Key:
xalkoli/banon
Data
{'content': 'χαλκολίβανον\n χαλκο-λίβᾰνον, ου, τό,\n an uncertain word in NTest. commonly taken to mean fine brass.', 'key': 'xalkoli/banon'}