Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χαλκοβαρής
χαλκοβατής
χαλκοβόας
χαλκόγενυς
χαλκογλώχιν
χαλκοδαίδαλος
χαλκοδάμας
χαλκόδετος
χαλκοθώραξ
χαλκοκνήμις
χαλκοκορυστής
χαλκόκροτος
χαλκολίβανον
χαλκομίτρας
χαλκόνωτος
χαλκοπαγής
χαλκοπάρῃος
χαλκόπεδος
χαλκόπλευρος
χαλκοπληθής
χαλκόπληκτος
View word page
χαλκοκορυστής
χαλκοκορυστής χαλκο-κορυστής, οῦ, ὁ, armed or equipt with brass, Il.

ShortDef

armed

Debugging

Headword:
χαλκοκορυστής
Headword (normalized):
χαλκοκορυστής
Headword (normalized/stripped):
χαλκοκορυστης
IDX:
35464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35504
Key:
xalkokorusth/s

Data

{'content': 'χαλκοκορυστής\n χαλκο-κορυστής, οῦ, ὁ,\n armed or equipt with brass, Il.', 'key': 'xalkokorusth/s'}