Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χαλκηδών
χαλκήλατος
χαλκήρης
Χαλκιδεύς
Χαλκιδικός
χαλκίοικος
χαλκίον
Χαλκίς
χαλκίς
χαλκοάρας
χαλκοβαρής
χαλκοβατής
χαλκοβόας
χαλκόγενυς
χαλκογλώχιν
χαλκοδαίδαλος
χαλκοδάμας
χαλκόδετος
χαλκοθώραξ
χαλκοκνήμις
χαλκοκορυστής
View word page
χαλκοβαρής
χαλκοβαρής χαλκο-βᾰρής, ές βάρος heavy or loaded with brass, Hom.:—also fem. χαλκοβάρεια, (as if from χαλκόβαρυς) , Hom.
ShortDef
heavy
Debugging
Headword:
χαλκοβαρής
Headword (normalized):
χαλκοβαρής
Headword (normalized/stripped):
χαλκοβαρης
IDX:
35454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35494
Key:
xalkobarh/s
Data
{'content': 'χαλκοβαρής\n χαλκο-βᾰρής, ές\n βάρος\n heavy or loaded with brass, Hom.:—also fem. χαλκοβάρεια, (as if from χαλκόβαρυς) , Hom.', 'key': 'xalkobarh/s'}