Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χαλκεύς
χαλκευτής
χαλκευτικός
χαλκευτός
χαλκεύω
χαλκέων
χαλκηδών
χαλκήλατος
χαλκήρης
Χαλκιδεύς
Χαλκιδικός
χαλκίοικος
χαλκίον
Χαλκίς
χαλκίς
χαλκοάρας
χαλκοβαρής
χαλκοβατής
χαλκοβόας
χαλκόγενυς
χαλκογλώχιν
View word page
Χαλκιδικός
Χαλκιδικός Χαλκῐδικός, ή, όν of or from Chalcis, Hdt., Ar.

ShortDef

of or from Chalcis (in Euboea or Thrace)

Debugging

Headword:
Χαλκιδικός
Headword (normalized):
χαλκιδικός
Headword (normalized/stripped):
χαλκιδικος
IDX:
35448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35488
Key:
*xalkidiko/s

Data

{'content': 'Χαλκιδικός\n Χαλκῐδικός, ή, όν\n of or from Chalcis, Hdt., Ar.', 'key': '*xalkidiko/s'}