Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χαλκεόφωνος
χάλκευμα
χαλκεύς
χαλκευτής
χαλκευτικός
χαλκευτός
χαλκεύω
χαλκέων
χαλκηδών
χαλκήλατος
χαλκήρης
Χαλκιδεύς
Χαλκιδικός
χαλκίοικος
χαλκίον
Χαλκίς
χαλκίς
χαλκοάρας
χαλκοβαρής
χαλκοβατής
χαλκοβόας
View word page
χαλκήρης
χαλκήρης χαλ-κήρης, ες ἀραρίσκω fitted with brass, tipped with brass, of arms, Il.

ShortDef

fitted with brass, tipped with brass

Debugging

Headword:
χαλκήρης
Headword (normalized):
χαλκήρης
Headword (normalized/stripped):
χαλκηρης
IDX:
35446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35486
Key:
xalkh/rhs

Data

{'content': 'χαλκήρης\n χαλ-κήρης, ες\n ἀραρίσκω\n fitted with brass, tipped with brass, of arms, Il.', 'key': 'xalkh/rhs'}