Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χαλκεοτευχής
χαλκεόφωνος
χάλκευμα
χαλκεύς
χαλκευτής
χαλκευτικός
χαλκευτός
χαλκεύω
χαλκέων
χαλκηδών
χαλκήλατος
χαλκήρης
Χαλκιδεύς
Χαλκιδικός
χαλκίοικος
χαλκίον
Χαλκίς
χαλκίς
χαλκοάρας
χαλκοβαρής
χαλκοβατής
View word page
χαλκήλατος
χαλκήλατος χαλκ-ήλᾰτος, ον, ἐλαύνω of beaten brass, Aesch., Eur.
ShortDef
of beaten brass
Debugging
Headword:
χαλκήλατος
Headword (normalized):
χαλκήλατος
Headword (normalized/stripped):
χαλκηλατος
IDX:
35445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35485
Key:
xalkh/latos
Data
{'content': 'χαλκήλατος\n χαλκ-ήλᾰτος, ον,\n ἐλαύνω\n of beaten brass, Aesch., Eur.', 'key': 'xalkh/latos'}