Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χάλκεος
χαλκεοτευχής
χαλκεόφωνος
χάλκευμα
χαλκεύς
χαλκευτής
χαλκευτικός
χαλκευτός
χαλκεύω
χαλκέων
χαλκηδών
χαλκήλατος
χαλκήρης
Χαλκιδεύς
Χαλκιδικός
χαλκίοικος
χαλκίον
Χαλκίς
χαλκίς
χαλκοάρας
χαλκοβαρής
View word page
χαλκηδών
χαλκηδών χαλκηδών, όνος, ἡ, a precious stone, chalcedony, NTest. deriv. uncertain

ShortDef

chalcedony

Debugging

Headword:
χαλκηδών
Headword (normalized):
χαλκηδών
Headword (normalized/stripped):
χαλκηδων
IDX:
35444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35484
Key:
xalkhdw/n

Data

{'content': 'χαλκηδών\n χαλκηδών, όνος, ἡ,\n a precious stone, chalcedony, NTest.\n deriv. uncertain', 'key': 'xalkhdw/n'}