Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χαλκέοπλος
χάλκεος
χαλκεοτευχής
χαλκεόφωνος
χάλκευμα
χαλκεύς
χαλκευτής
χαλκευτικός
χαλκευτός
χαλκεύω
χαλκέων
χαλκηδών
χαλκήλατος
χαλκήρης
Χαλκιδεύς
Χαλκιδικός
χαλκίοικος
χαλκίον
Χαλκίς
χαλκίς
χαλκοάρας
View word page
χαλκέων
χαλκέων χαλκέων, ῶνος, ὁ, Epic for χαλκεῖον a forge, smithy, Od.
ShortDef
a forge, smithy
Debugging
Headword:
χαλκέων
Headword (normalized):
χαλκέων
Headword (normalized/stripped):
χαλκεων
IDX:
35443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35483
Key:
xalke/wn
Data
{'content': 'χαλκέων\n χαλκέων, ῶνος, ὁ,\n Epic for χαλκεῖον\n a forge, smithy, Od.', 'key': 'xalke/wn'}