Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χαλκεομήστωρ
χαλκεόπεζος
χαλκέοπλος
χάλκεος
χαλκεοτευχής
χαλκεόφωνος
χάλκευμα
χαλκεύς
χαλκευτής
χαλκευτικός
χαλκευτός
χαλκεύω
χαλκέων
χαλκηδών
χαλκήλατος
χαλκήρης
Χαλκιδεύς
Χαλκιδικός
χαλκίοικος
χαλκίον
Χαλκίς
View word page
χαλκευτός
χαλκευτός χαλκευτός, ή, όν verb. adj. wrought of metal, wrought, Anth. from χαλκεύω

ShortDef

wrought of metal, wrought

Debugging

Headword:
χαλκευτός
Headword (normalized):
χαλκευτός
Headword (normalized/stripped):
χαλκευτος
IDX:
35441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35481
Key:
xalkeuto/s

Data

{'content': 'χαλκευτός\n χαλκευτός, ή, όν\n verb. adj.\n wrought of metal, wrought, Anth.\n from χαλκεύω', 'key': 'xalkeuto/s'}