Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χαλκεοκάρδιος
χαλκεομήστωρ
χαλκεόπεζος
χαλκέοπλος
χάλκεος
χαλκεοτευχής
χαλκεόφωνος
χάλκευμα
χαλκεύς
χαλκευτής
χαλκευτικός
χαλκευτός
χαλκεύω
χαλκέων
χαλκηδών
χαλκήλατος
χαλκήρης
Χαλκιδεύς
Χαλκιδικός
χαλκίοικος
χαλκίον
View word page
χαλκευτικός
χαλκευτικός χαλκευτικός, ή, όν χαλκεύς of or for the smithʼs art, Xen. of persons, skilled in metal-working, Xen.:— ἡ -κή (sc. τέχνη) , the smithʼs art or trade, Xen.

ShortDef

of or for the smithʼs art, skilled in metal-working

Debugging

Headword:
χαλκευτικός
Headword (normalized):
χαλκευτικός
Headword (normalized/stripped):
χαλκευτικος
IDX:
35440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35480
Key:
xalkeutiko/s

Data

{'content': 'χαλκευτικός\n χαλκευτικός, ή, όν\n χαλκεύς\n of or for the smithʼs art, Xen.\n of persons, skilled in metal-working, Xen.:— ἡ -κή (sc. τέχνη) , the smithʼs art or trade, Xen.', 'key': 'xalkeutiko/s'}