Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χαλκεοθώραξ
χαλκεοκάρδιος
χαλκεομήστωρ
χαλκεόπεζος
χαλκέοπλος
χάλκεος
χαλκεοτευχής
χαλκεόφωνος
χάλκευμα
χαλκεύς
χαλκευτής
χαλκευτικός
χαλκευτός
χαλκεύω
χαλκέων
χαλκηδών
χαλκήλατος
χαλκήρης
Χαλκιδεύς
Χαλκιδικός
χαλκίοικος
View word page
χαλκευτής
χαλκευτής χαλκευτής, οῦ, ὁ, = χαλκεύς, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
χαλκευτής
Headword (normalized):
χαλκευτής
Headword (normalized/stripped):
χαλκευτης
IDX:
35439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35479
Key:
xalkeuth/s
Data
{'content': 'χαλκευτής\n χαλκευτής, οῦ, ὁ,\n = χαλκεύς, Anth.', 'key': 'xalkeuth/s'}