Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χαλκεντής
χαλκεοθώραξ
χαλκεοκάρδιος
χαλκεομήστωρ
χαλκεόπεζος
χαλκέοπλος
χάλκεος
χαλκεοτευχής
χαλκεόφωνος
χάλκευμα
χαλκεύς
χαλκευτής
χαλκευτικός
χαλκευτός
χαλκεύω
χαλκέων
χαλκηδών
χαλκήλατος
χαλκήρης
Χαλκιδεύς
Χαλκιδικός
View word page
χαλκεύς
χαλκεύς χαλκεύς, έως, a worker in copper, a smith, opp. to τέκτων (a joiner), Il. generally, a worker in metal, a smith, Od., Hdt., etc.

ShortDef

a worker in copper, a smith

Debugging

Headword:
χαλκεύς
Headword (normalized):
χαλκεύς
Headword (normalized/stripped):
χαλκευς
IDX:
35438
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35478
Key:
xalkeu/s

Data

{'content': 'χαλκεύς\n χαλκεύς, έως,\n a worker in copper, a smith, opp. to τέκτων (a joiner), Il.\n generally, a worker in metal, a smith, Od., Hdt., etc.', 'key': 'xalkeu/s'}