Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χαλκέμβολος
χαλκεντής
χαλκεοθώραξ
χαλκεοκάρδιος
χαλκεομήστωρ
χαλκεόπεζος
χαλκέοπλος
χάλκεος
χαλκεοτευχής
χαλκεόφωνος
χάλκευμα
χαλκεύς
χαλκευτής
χαλκευτικός
χαλκευτός
χαλκεύω
χαλκέων
χαλκηδών
χαλκήλατος
χαλκήρης
Χαλκιδεύς
View word page
χάλκευμα
χάλκευμα χάλκευμα, ατος, τό, χαλκεύω anything made of brass, e. g. an axe or sword, Aesch.

ShortDef

anything made of brass

Debugging

Headword:
χάλκευμα
Headword (normalized):
χάλκευμα
Headword (normalized/stripped):
χαλκευμα
IDX:
35437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35477
Key:
xa/lkeuma

Data

{'content': 'χάλκευμα\n χάλκευμα, ατος, τό,\n χαλκεύω\n anything made of brass, e. g. an axe or sword, Aesch.', 'key': 'xa/lkeuma'}