Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χαλκέλατος
χαλκέμβολος
χαλκεντής
χαλκεοθώραξ
χαλκεοκάρδιος
χαλκεομήστωρ
χαλκεόπεζος
χαλκέοπλος
χάλκεος
χαλκεοτευχής
χαλκεόφωνος
χάλκευμα
χαλκεύς
χαλκευτής
χαλκευτικός
χαλκευτός
χαλκεύω
χαλκέων
χαλκηδών
χαλκήλατος
χαλκήρης
View word page
χαλκεόφωνος
χαλκεόφωνος χαλκεό-φωνος, ον, φωνή with voice of brass, i. e. strong and clear, Il., Hes.

ShortDef

with voice of brass

Debugging

Headword:
χαλκεόφωνος
Headword (normalized):
χαλκεόφωνος
Headword (normalized/stripped):
χαλκεοφωνος
IDX:
35436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35476
Key:
xalkeo/fwnos

Data

{'content': 'χαλκεόφωνος\n χαλκεό-φωνος, ον,\n φωνή\n with voice of brass, i. e. strong and clear, Il., Hes.', 'key': 'xalkeo/fwnos'}