Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χαλκεία
χαλκεῖον
χάλκειος
χαλκέλατος
χαλκέμβολος
χαλκεντής
χαλκεοθώραξ
χαλκεοκάρδιος
χαλκεομήστωρ
χαλκεόπεζος
χαλκέοπλος
χάλκεος
χαλκεοτευχής
χαλκεόφωνος
χάλκευμα
χαλκεύς
χαλκευτής
χαλκευτικός
χαλκευτός
χαλκεύω
χαλκέων
View word page
χαλκέοπλος
χαλκέοπλος χαλκέ-οπλος, ον, ὅπλον with arms of brass, Eur.

ShortDef

with arms of brass

Debugging

Headword:
χαλκέοπλος
Headword (normalized):
χαλκέοπλος
Headword (normalized/stripped):
χαλκεοπλος
IDX:
35433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35473
Key:
xalke/oplos

Data

{'content': 'χαλκέοπλος\n χαλκέ-οπλος, ον,\n ὅπλον\n with arms of brass, Eur.', 'key': 'xalke/oplos'}