Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χαλκεγχής
χαλκεία
χαλκεῖον
χάλκειος
χαλκέλατος
χαλκέμβολος
χαλκεντής
χαλκεοθώραξ
χαλκεοκάρδιος
χαλκεομήστωρ
χαλκεόπεζος
χαλκέοπλος
χάλκεος
χαλκεοτευχής
χαλκεόφωνος
χάλκευμα
χαλκεύς
χαλκευτής
χαλκευτικός
χαλκευτός
χαλκεύω
View word page
χαλκεόπεζος
χαλκεόπεζος χαλκεό-πεζος, ον, πέζα brass-footed, Anth.
ShortDef
brass-footed
Debugging
Headword:
χαλκεόπεζος
Headword (normalized):
χαλκεόπεζος
Headword (normalized/stripped):
χαλκεοπεζος
IDX:
35432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35472
Key:
xalkeo/pezos
Data
{'content': 'χαλκεόπεζος\n χαλκεό-πεζος, ον,\n πέζα\n brass-footed, Anth.', 'key': 'xalkeo/pezos'}