Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χάλκασπις
χαλκεγχής
χαλκεία
χαλκεῖον
χάλκειος
χαλκέλατος
χαλκέμβολος
χαλκεντής
χαλκεοθώραξ
χαλκεοκάρδιος
χαλκεομήστωρ
χαλκεόπεζος
χαλκέοπλος
χάλκεος
χαλκεοτευχής
χαλκεόφωνος
χάλκευμα
χαλκεύς
χαλκευτής
χαλκευτικός
χαλκευτός
View word page
χαλκεομήστωρ
χαλκεομήστωρ skilled in arms, Eur.
ShortDef
skilled in arms
Debugging
Headword:
χαλκεομήστωρ
Headword (normalized):
χαλκεομήστωρ
Headword (normalized/stripped):
χαλκεομηστωρ
IDX:
35431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35471
Key:
xalkeomh/stwr
Data
{'content': 'χαλκεομήστωρ\n skilled in arms, Eur.', 'key': 'xalkeomh/stwr'}