Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χαλκάρματος
χάλκασπις
χαλκεγχής
χαλκεία
χαλκεῖον
χάλκειος
χαλκέλατος
χαλκέμβολος
χαλκεντής
χαλκεοθώραξ
χαλκεοκάρδιος
χαλκεομήστωρ
χαλκεόπεζος
χαλκέοπλος
χάλκεος
χαλκεοτευχής
χαλκεόφωνος
χάλκευμα
χαλκεύς
χαλκευτής
χαλκευτικός
View word page
χαλκεοκάρδιος
χαλκεοκάρδιος χαλκεο-κάρδιος, ον, with heart of brass, Theocr.

ShortDef

with heart of brass

Debugging

Headword:
χαλκεοκάρδιος
Headword (normalized):
χαλκεοκάρδιος
Headword (normalized/stripped):
χαλκεοκαρδιος
IDX:
35430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35470
Key:
xalkeoka/rdios

Data

{'content': 'χαλκεοκάρδιος\n χαλκεο-κάρδιος, ον,\n with heart of brass, Theocr.', 'key': 'xalkeoka/rdios'}