Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀξιοβίωτος
ἀξιοεργός
ἀξιοζήλωτος
ἀξιοθαύμαστος
ἀξιοθέατος
ἀξιόθρηνος
ἀξιοκοινώνητος
ἀξιόκτητος
ἀξιόλογος
ἀξιομακάριστος
ἀξιόμαχος
ἀξιομνημόνευτος
ἀξιόνικος
ἀξιοπενθής
ἀξιόπιστος
ἀξιοπρεπής
ἀξιόρατος
ἀξιόσκεπτος
ἀξιοσπούδαστος
ἄξιος
ἀξιοστράτηγος
View word page
ἀξιόμαχος
ἀξιόμαχος μάχομαι a match for another in battle or war, τινι Hdt., Thuc.; πρός τινα Plut.: absol., Hdt., etc. c. inf. sufficient in strength or number to do a thing, Hdt. adv. -χως, Plut.

ShortDef

a match for

Debugging

Headword:
ἀξιόμαχος
Headword (normalized):
ἀξιόμαχος
Headword (normalized/stripped):
αξιομαχος
IDX:
3546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3547
Key:
a)cio/maxos

Data

{'content': 'ἀξιόμαχος\n μάχομαι\n a match for another in battle or war, τινι Hdt., Thuc.; πρός τινα Plut.: absol., Hdt., etc.\n c. inf. sufficient in strength or number to do a thing, Hdt. adv. -χως, Plut.', 'key': 'a)cio/maxos'}