Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χάλιξ
χάλις
χαλιφρονέω
χαλιφροσύνη
χαλίφρων
χαλκάρματος
χάλκασπις
χαλκεγχής
χαλκεία
χαλκεῖον
χάλκειος
χαλκέλατος
χαλκέμβολος
χαλκεντής
χαλκεοθώραξ
χαλκεοκάρδιος
χαλκεομήστωρ
χαλκεόπεζος
χαλκέοπλος
χάλκεος
χαλκεοτευχής
View word page
χάλκειος
χάλκειος χάλκειος, and χαλκήιος, η, ον Epic for χάλκεος of copper or bronze, brasen, Hom.; χαλκήιος δόμος, χαλκεῖον, a forge, Od.; χάλκειον γένος, of the Age of brass, Hes.

ShortDef

of copper

Debugging

Headword:
χάλκειος
Headword (normalized):
χάλκειος
Headword (normalized/stripped):
χαλκειος
IDX:
35425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35465
Key:
xa/lkeios

Data

{'content': 'χάλκειος\n χάλκειος, and χαλκήιος, η, ον\n Epic for χάλκεος\n of copper or bronze, brasen, Hom.; χαλκήιος δόμος, χαλκεῖον, a forge, Od.; χάλκειον γένος, of the Age of brass, Hes.', 'key': 'xa/lkeios'}