Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χαλίκρητος
χαλιναγωγέω
χαλιναγωγός
χαλινοποιική
χαλινός
χαλινόω
χαλίνωσις
χαλινωτήρια
χάλιξ
χάλις
χαλιφρονέω
χαλιφροσύνη
χαλίφρων
χαλκάρματος
χάλκασπις
χαλκεγχής
χαλκεία
χαλκεῖον
χάλκειος
χαλκέλατος
χαλκέμβολος
View word page
χαλιφρονέω
χαλιφρονέω χᾰλιφρονέω, fut. -ήσω from χᾰλίφρων to be lightminded, Od.

ShortDef

to be lightminded

Debugging

Headword:
χαλιφρονέω
Headword (normalized):
χαλιφρονέω
Headword (normalized/stripped):
χαλιφρονεω
IDX:
35417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35457
Key:
xalifrone/w

Data

{'content': 'χαλιφρονέω\n χᾰλιφρονέω,\n fut. -ήσω\n from χᾰλίφρων\n to be lightminded, Od.', 'key': 'xalifrone/w'}