Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χαλεπός
χαλεπότης
χαλέπτω
χαλίκρητος
χαλιναγωγέω
χαλιναγωγός
χαλινοποιική
χαλινός
χαλινόω
χαλίνωσις
χαλινωτήρια
χάλιξ
χάλις
χαλιφρονέω
χαλιφροσύνη
χαλίφρων
χαλκάρματος
χάλκασπις
χαλκεγχής
χαλκεία
χαλκεῖον
View word page
χαλινωτήρια
χαλινωτήρια (sc. ὅπλα) , τά, cables or ropes to moor ships to the shore, Eur.
ShortDef
cables
Debugging
Headword:
χαλινωτήρια
Headword (normalized):
χαλινωτήρια
Headword (normalized/stripped):
χαλινωτηρια
IDX:
35414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35454
Key:
xalinwth/ria
Data
{'content': 'χαλινωτήρια\n (sc. ὅπλα) , τά, cables or ropes to moor ships to the shore, Eur.', 'key': 'xalinwth/ria'}