Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χαλεπαίνω
χαλεπός
χαλεπότης
χαλέπτω
χαλίκρητος
χαλιναγωγέω
χαλιναγωγός
χαλινοποιική
χαλινός
χαλινόω
χαλίνωσις
χαλινωτήρια
χάλιξ
χάλις
χαλιφρονέω
χαλιφροσύνη
χαλίφρων
χαλκάρματος
χάλκασπις
χαλκεγχής
χαλκεία
View word page
χαλίνωσις
χαλίνωσις χᾰλίνωσις, εως, a bridling, Xen.

ShortDef

a bridling

Debugging

Headword:
χαλίνωσις
Headword (normalized):
χαλίνωσις
Headword (normalized/stripped):
χαλινωσις
IDX:
35413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35453
Key:
xali/nwsis

Data

{'content': 'χαλίνωσις\n χᾰλίνωσις, εως,\n a bridling, Xen.', 'key': 'xali/nwsis'}