Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Χαλδαῖος
χαλεπαίνω
χαλεπός
χαλεπότης
χαλέπτω
χαλίκρητος
χαλιναγωγέω
χαλιναγωγός
χαλινοποιική
χαλινός
χαλινόω
χαλίνωσις
χαλινωτήρια
χάλιξ
χάλις
χαλιφρονέω
χαλιφροσύνη
χαλίφρων
χαλκάρματος
χάλκασπις
χαλκεγχής
View word page
χαλινόω
χαλινόω to bridle or bit a horse, Xen.

ShortDef

to bridle

Debugging

Headword:
χαλινόω
Headword (normalized):
χαλινόω
Headword (normalized/stripped):
χαλινοω
IDX:
35412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35452
Key:
xalino/w

Data

{'content': 'χαλινόω\n to bridle or bit a horse, Xen.', 'key': 'xalino/w'}