Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Χαλαστραῖος
χαλάω
Χαλδαῖος
χαλεπαίνω
χαλεπός
χαλεπότης
χαλέπτω
χαλίκρητος
χαλιναγωγέω
χαλιναγωγός
χαλινοποιική
χαλινός
χαλινόω
χαλίνωσις
χαλινωτήρια
χάλιξ
χάλις
χαλιφρονέω
χαλιφροσύνη
χαλίφρων
χαλκάρματος
View word page
χαλινοποιική
χαλινοποιική (sc. τέχνη) , bridle-making, Arist.
ShortDef
bridle-making
Debugging
Headword:
χαλινοποιική
Headword (normalized):
χαλινοποιική
Headword (normalized/stripped):
χαλινοποιικη
IDX:
35410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35450
Key:
xalinopoiikh/
Data
{'content': 'χαλινοποιική\n (sc. τέχνη) , bridle-making, Arist.', 'key': 'xalinopoiikh/'}