Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χαλαρότης
χάλασις
χάλασμα
Χαλαστραῖος
χαλάω
Χαλδαῖος
χαλεπαίνω
χαλεπός
χαλεπότης
χαλέπτω
χαλίκρητος
χαλιναγωγέω
χαλιναγωγός
χαλινοποιική
χαλινός
χαλινόω
χαλίνωσις
χαλινωτήρια
χάλιξ
χάλις
χαλιφρονέω
View word page
χαλίκρητος
χαλίκρητος χᾰλί-κρητος, ον, poetic for ἄκρατος unmixed, Archil.

ShortDef

unmixed

Debugging

Headword:
χαλίκρητος
Headword (normalized):
χαλίκρητος
Headword (normalized/stripped):
χαλικρητος
IDX:
35407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35447
Key:
xali/krhtos

Data

{'content': 'χαλίκρητος\n χᾰλί-κρητος, ον,\n poetic for ἄκρατος\n unmixed, Archil.', 'key': 'xali/krhtos'}