Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χαλαργός
χαλαρός
χαλαρότης
χάλασις
χάλασμα
Χαλαστραῖος
χαλάω
Χαλδαῖος
χαλεπαίνω
χαλεπός
χαλεπότης
χαλέπτω
χαλίκρητος
χαλιναγωγέω
χαλιναγωγός
χαλινοποιική
χαλινός
χαλινόω
χαλίνωσις
χαλινωτήρια
χάλιξ
View word page
χαλεπότης
χαλεπότης χᾰλεπότης, ητος, ἡ, χαλεπός difficulty, ruggedness, Thuc. of persons, difficulty, harshness, rigour, severity, Thuc., etc. ill-temper, vice, of a horse, Xen.
ShortDef
difficulty, ruggedness
Debugging
Headword:
χαλεπότης
Headword (normalized):
χαλεπότης
Headword (normalized/stripped):
χαλεποτης
IDX:
35405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35445
Key:
xalepo/ths
Data
{'content': 'χαλεπότης\n χᾰλεπότης, ητος, ἡ,\n χαλεπός\n difficulty, ruggedness, Thuc.\n of persons, difficulty, harshness, rigour, severity, Thuc., etc.\n ill-temper, vice, of a horse, Xen.', 'key': 'xalepo/ths'}