Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χαιτήεις
χαίτη
χαίτωμα
χάλαζα
χαλαζάω
χαλαζεπής
χαλαζήεις
χαλαίνω
χαλαργός
χαλαρός
χαλαρότης
χάλασις
χάλασμα
Χαλαστραῖος
χαλάω
Χαλδαῖος
χαλεπαίνω
χαλεπός
χαλεπότης
χαλέπτω
χαλίκρητος
View word page
χαλαρότης
χαλαρότης from χᾰλᾰρός χᾰλᾰρότης, ητος, ἡ, slackness, looseness, Xen.
ShortDef
slackness, looseness
Debugging
Headword:
χαλαρότης
Headword (normalized):
χαλαρότης
Headword (normalized/stripped):
χαλαροτης
IDX:
35397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35437
Key:
xalaro/ths
Data
{'content': 'χαλαρότης\n from χᾰλᾰρός\n χᾰλᾰρότης, ητος, ἡ,\n slackness, looseness, Xen.', 'key': 'xalaro/ths'}