Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φωνασκία
φωνασκικός
φωνασκός
φωνέω
φωνήεις
φώνημα
φωνή
φωνητός
φωρά
φωράω
φωριαμός
φωρίδιος
φώριος
φώρ
φώς
φωστήρ
φωσφόρος
φωταγωγός
φωτεινός
φωτίζω
φωτισμός
View word page
φωριαμός
φωριαμός φωριᾰμός, a chest, trunk, coffer, esp. for clothes and linen, Hom. Derivation unknown.
ShortDef
a chest, trunk, coffer
Debugging
Headword:
φωριαμός
Headword (normalized):
φωριαμός
Headword (normalized/stripped):
φωριαμος
IDX:
35372
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35412
Key:
fwriamo/s
Data
{'content': 'φωριαμός\n φωριᾰμός,\n a chest, trunk, coffer, esp. for clothes and linen, Hom.\n Derivation unknown.', 'key': 'fwriamo/s'}