Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Φωκίς
φωλάς
φωλεός
φωλεύω
φωνασκέω
φωνασκία
φωνασκικός
φωνασκός
φωνέω
φωνήεις
φώνημα
φωνή
φωνητός
φωρά
φωράω
φωριαμός
φωρίδιος
φώριος
φώρ
φώς
φωστήρ
View word page
φώνημα
φώνημα φώνημα, ατος, τό, φωνέω a sound made, voice, Soph. a thing spoken, speech, language, Soph.
ShortDef
a sound made, voice
Debugging
Headword:
φώνημα
Headword (normalized):
φώνημα
Headword (normalized/stripped):
φωνημα
IDX:
35367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35407
Key:
fw/nhma
Data
{'content': 'φώνημα\n φώνημα, ατος, τό,\n φωνέω\n a sound made, voice, Soph.\n a thing spoken, speech, language, Soph.', 'key': 'fw/nhma'}