Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀγχώμαλος
ἄγχω
ἀγωγαῖος
ἀγωγεύς
ἀγωγή
ἀγώγιμος
ἀγώγιον
ἀγωγός
ἀγωνάρχης
ἀγωνία
ἀγωνιάω
ἀγωνίζομαι
ἀγώνιος
ἀγώνισις
ἀγώνισμα
ἀγωνισμός
ἀγωνιστέον
ἀγωνιστής
ἀγωνιστικός
ἀγωνοθεσία
ἀγωνοθετέω
View word page
ἀγωνιάω
ἀγωνιάω ἀγωνία like ἀγωνίζομαι, to contend eagerly, struggle, Dem., etc. to be distressed, be in an agony, Plat.; περί τινος Arist.; ἐπί τινι Plut.
ShortDef
to contend eagerly, struggle
Debugging
Headword:
ἀγωνιάω
Headword (normalized):
ἀγωνιάω
Headword (normalized/stripped):
αγωνιαω
IDX:
354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n354
Key:
a)gwnia/w
Data
{'content': 'ἀγωνιάω\n ἀγωνία\n like ἀγωνίζομαι, to contend eagerly, struggle, Dem., etc.\n to be distressed, be in an agony, Plat.; περί τινος Arist.; ἐπί τινι Plut.', 'key': 'a)gwnia/w'}