Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φυτουργός
φυτώνυμος
φύω
Φώκαια
Φωκαιεύς
Φωκεύς
φώκη
Φωκικός
Φωκίς
φωλάς
φωλεός
φωλεύω
φωνασκέω
φωνασκία
φωνασκικός
φωνασκός
φωνέω
φωνήεις
φώνημα
φωνή
φωνητός
View word page
φωλεός
φωλεός φωλεός, οῦ, ὁ, a hole, den, of lions, Babr.; of foxes, NTest. deriv. uncertain
ShortDef
a hole, den
Debugging
Headword:
φωλεός
Headword (normalized):
φωλεός
Headword (normalized/stripped):
φωλεος
IDX:
35359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35399
Key:
fwleo/s
Data
{'content': 'φωλεός\n φωλεός, οῦ, ὁ,\n a hole, den, of lions, Babr.; of foxes, NTest.\n deriv. uncertain', 'key': 'fwleo/s'}