Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φυτοσκαφία
φυτοσκάφος
φυτοσπόρος
φυτός
φυτουργός
φυτώνυμος
φύω
Φώκαια
Φωκαιεύς
Φωκεύς
φώκη
Φωκικός
Φωκίς
φωλάς
φωλεός
φωλεύω
φωνασκέω
φωνασκία
φωνασκικός
φωνασκός
φωνέω
View word page
φώκη
φώκη .φώκη, ἡ, a seal, Od., Hdt.
ShortDef
a seal
Debugging
Headword:
φώκη
Headword (normalized):
φώκη
Headword (normalized/stripped):
φωκη
IDX:
35355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35395
Key:
fw/kh
Data
{'content': 'φώκη\n .φώκη, ἡ,\n a seal, Od., Hdt.', 'key': 'fw/kh'}