Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φυτόν
φυτοσκαφία
φυτοσκάφος
φυτοσπόρος
φυτός
φυτουργός
φυτώνυμος
φύω
Φώκαια
Φωκαιεύς
Φωκεύς
φώκη
Φωκικός
Φωκίς
φωλάς
φωλεός
φωλεύω
φωνασκέω
φωνασκία
φωνασκικός
φωνασκός
View word page
Φωκεύς
Φωκεύς Φωκεύς, έως, ὁ, a Phocian, Il. (in Epic gen. pl. Φωκήων) , nom. pl. Φωκέες Hdt., Φωκεῖς Thuc., Φωκῆς Soph., gen. Φωκέων Aesch.
ShortDef
a Phocian
Debugging
Headword:
Φωκεύς
Headword (normalized):
φωκεύς
Headword (normalized/stripped):
φωκευς
IDX:
35354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35394
Key:
*fwkeu/s
Data
{'content': 'Φωκεύς\n Φωκεύς, έως, ὁ,\n a Phocian, Il. (in Epic gen. pl. Φωκήων) , nom. pl. Φωκέες Hdt., Φωκεῖς Thuc., Φωκῆς Soph., gen. Φωκέων Aesch.', 'key': '*fwkeu/s'}