Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φυτευτήριον
φυτευτός
φυτεύω
φυτικός
φύτλη
φυτοεργός
φυτόν
φυτοσκαφία
φυτοσκάφος
φυτοσπόρος
φυτός
φυτουργός
φυτώνυμος
φύω
Φώκαια
Φωκαιεύς
Φωκεύς
φώκη
Φωκικός
Φωκίς
φωλάς
View word page
φυτός
φυτός φῠτός, ή, όν verb. adj. of φύω shaped by nature, without art, Pind.
ShortDef
shaped by nature, without art
Debugging
Headword:
φυτός
Headword (normalized):
φυτός
Headword (normalized/stripped):
φυτος
IDX:
35348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35388
Key:
futo/s
Data
{'content': 'φυτός\n φῠτός, ή, όν\n verb. adj. of φύω\n shaped by nature, without art, Pind.', 'key': 'futo/s'}