Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φύτευμα
φυτευτήριον
φυτευτός
φυτεύω
φυτικός
φύτλη
φυτοεργός
φυτόν
φυτοσκαφία
φυτοσκάφος
φυτοσπόρος
φυτός
φυτουργός
φυτώνυμος
φύω
Φώκαια
Φωκαιεύς
Φωκεύς
φώκη
Φωκικός
Φωκίς
View word page
φυτοσπόρος
φυτοσπόρος φῠτο-σπόρος, ον, planting:—metaph., ὁ φυτ. a father, Soph.

ShortDef

planting

Debugging

Headword:
φυτοσπόρος
Headword (normalized):
φυτοσπόρος
Headword (normalized/stripped):
φυτοσπορος
IDX:
35347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35387
Key:
futospo/ros

Data

{'content': 'φυτοσπόρος\n φῠτο-σπόρος, ον,\n planting:—metaph., ὁ φυτ. a father, Soph.', 'key': 'futospo/ros'}