Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φυτεία
φύτευμα
φυτευτήριον
φυτευτός
φυτεύω
φυτικός
φύτλη
φυτοεργός
φυτόν
φυτοσκαφία
φυτοσκάφος
φυτοσπόρος
φυτός
φυτουργός
φυτώνυμος
φύω
Φώκαια
Φωκαιεύς
Φωκεύς
φώκη
Φωκικός
View word page
φυτοσκάφος
φυτοσκάφος φῠτο-σκάφος (ᾰ), ον, σκάπτω digging round plants, φ. ἀνήρ a delver, gardener, Theocr.

ShortDef

digging round plants

Debugging

Headword:
φυτοσκάφος
Headword (normalized):
φυτοσκάφος
Headword (normalized/stripped):
φυτοσκαφος
IDX:
35346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35386
Key:
futoska/fos

Data

{'content': 'φυτοσκάφος\n φῠτο-σκάφος (ᾰ), ον,\n σκάπτω\n digging round plants, φ. ἀνήρ a delver, gardener, Theocr.', 'key': 'futoska/fos'}