Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φυτάλμιος
φυτεία
φύτευμα
φυτευτήριον
φυτευτός
φυτεύω
φυτικός
φύτλη
φυτοεργός
φυτόν
φυτοσκαφία
φυτοσκάφος
φυτοσπόρος
φυτός
φυτουργός
φυτώνυμος
φύω
Φώκαια
Φωκαιεύς
Φωκεύς
φώκη
View word page
φυτοσκαφία
φυτοσκαφία φῠτοσκᾰφία, ἡ, gardening, Anth. from φῠτοσκαφος (ᾰ)

ShortDef

gardening

Debugging

Headword:
φυτοσκαφία
Headword (normalized):
φυτοσκαφία
Headword (normalized/stripped):
φυτοσκαφια
IDX:
35345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35385
Key:
futoskafi/a

Data

{'content': 'φυτοσκαφία\n φῠτοσκᾰφία, ἡ,\n gardening, Anth.\n from φῠτοσκαφος (ᾰ)', 'key': 'futoskafi/a'}