Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φύστις
φυταλιά
φυτάλμιος
φυτεία
φύτευμα
φυτευτήριον
φυτευτός
φυτεύω
φυτικός
φύτλη
φυτοεργός
φυτόν
φυτοσκαφία
φυτοσκάφος
φυτοσπόρος
φυτός
φυτουργός
φυτώνυμος
φύω
Φώκαια
Φωκαιεύς
View word page
φυτοεργός
φυτοεργός φῠτο-εργός, όν poetic for φυτουργός, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
φυτοεργός
Headword (normalized):
φυτοεργός
Headword (normalized/stripped):
φυτοεργος
IDX:
35343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35383
Key:
futoergo/s
Data
{'content': 'φυτοεργός\n φῠτο-εργός, όν\n poetic for φυτουργός, Anth.', 'key': 'futoergo/s'}