Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φυστή
φύστις
φυταλιά
φυτάλμιος
φυτεία
φύτευμα
φυτευτήριον
φυτευτός
φυτεύω
φυτικός
φύτλη
φυτοεργός
φυτόν
φυτοσκαφία
φυτοσκάφος
φυτοσπόρος
φυτός
φυτουργός
φυτώνυμος
φύω
Φώκαια
View word page
φύτλη
φύτλη φύτλη, ἡ, φύω a stock, generation, Pind., Anth.

ShortDef

a stock, generation

Debugging

Headword:
φύτλη
Headword (normalized):
φύτλη
Headword (normalized/stripped):
φυτλη
IDX:
35342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35382
Key:
fu/tlh

Data

{'content': 'φύτλη\n φύτλη, ἡ,\n φύω\n a stock, generation, Pind., Anth.', 'key': 'fu/tlh'}