Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φύς
φυστή
φύστις
φυταλιά
φυτάλμιος
φυτεία
φύτευμα
φυτευτήριον
φυτευτός
φυτεύω
φυτικός
φύτλη
φυτοεργός
φυτόν
φυτοσκαφία
φυτοσκάφος
φυτοσπόρος
φυτός
φυτουργός
φυτώνυμος
φύω
View word page
φυτικός
φυτικός φῠτικός, ή, όν φυτόν of or belonging to plants, τὸ φυτ. the principle of vegetable life, Arist.

ShortDef

of or belonging to plants

Debugging

Headword:
φυτικός
Headword (normalized):
φυτικός
Headword (normalized/stripped):
φυτικος
IDX:
35341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35381
Key:
futiko/s

Data

{'content': 'φυτικός\n φῠτικός, ή, όν\n φυτόν\n of or belonging to plants, τὸ φυτ. the principle of vegetable life, Arist.', 'key': 'futiko/s'}