Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄξεστος
ἀξιάγαστος
ἀξιάκουστος
ἀξιακρόατος
ἀξία
ἀξιαφήγητος
ἀξιέπαινος
ἀξιέραστος
ἀξίνη
ἀξιοβίωτος
ἀξιοεργός
ἀξιοζήλωτος
ἀξιοθαύμαστος
ἀξιοθέατος
ἀξιόθρηνος
ἀξιοκοινώνητος
ἀξιόκτητος
ἀξιόλογος
ἀξιομακάριστος
ἀξιόμαχος
ἀξιομνημόνευτος
View word page
ἀξιοεργός
ἀξιοεργός ἔργον capable of work, Xen.
ShortDef
capable of work
Debugging
Headword:
ἀξιοεργός
Headword (normalized):
ἀξιοεργός
Headword (normalized/stripped):
αξιοεργος
IDX:
3537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3538
Key:
a)cioergo/s
Data
{'content': 'ἀξιοεργός\n ἔργον\n capable of work, Xen.', 'key': 'a)cioergo/s'}