Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φυσίωσις
φύσκη
φύς
φυστή
φύστις
φυταλιά
φυτάλμιος
φυτεία
φύτευμα
φυτευτήριον
φυτευτός
φυτεύω
φυτικός
φύτλη
φυτοεργός
φυτόν
φυτοσκαφία
φυτοσκάφος
φυτοσπόρος
φυτός
φυτουργός
View word page
φυτευτός
φυτευτός φῠτευτός, ή, όν verb. adj. of φυτεύω planted, produced, Plat.
ShortDef
planted, produced
Debugging
Headword:
φυτευτός
Headword (normalized):
φυτευτός
Headword (normalized/stripped):
φυτευτος
IDX:
35339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35379
Key:
futeuto/s
Data
{'content': 'φυτευτός\n φῠτευτός, ή, όν\n verb. adj. of φυτεύω\n planted, produced, Plat.', 'key': 'futeuto/s'}