Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φύσις
φυσίωσις
φύσκη
φύς
φυστή
φύστις
φυταλιά
φυτάλμιος
φυτεία
φύτευμα
φυτευτήριον
φυτευτός
φυτεύω
φυτικός
φύτλη
φυτοεργός
φυτόν
φυτοσκαφία
φυτοσκάφος
φυτοσπόρος
φυτός
View word page
φυτευτήριον
φυτευτήριον φῠτευτήριον, ου, τό, from φῠτεύω a plant grown in a nursery, Xen. a nursery or plantation, Dem.

ShortDef

a plant grown in a nursery

Debugging

Headword:
φυτευτήριον
Headword (normalized):
φυτευτήριον
Headword (normalized/stripped):
φυτευτηριον
IDX:
35338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35378
Key:
futeuth/rion

Data

{'content': 'φυτευτήριον\n φῠτευτήριον, ου, τό,\n from φῠτεύω\n a plant grown in a nursery, Xen.\n a nursery or plantation, Dem.', 'key': 'futeuth/rion'}