Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φυσιόω
φύσις
φυσίωσις
φύσκη
φύς
φυστή
φύστις
φυταλιά
φυτάλμιος
φυτεία
φύτευμα
φυτευτήριον
φυτευτός
φυτεύω
φυτικός
φύτλη
φυτοεργός
φυτόν
φυτοσκαφία
φυτοσκάφος
φυτοσπόρος
View word page
φύτευμα
φύτευμα φύτευμα, ατος, τό, from φῠτεύω a plant, Pind., Soph.
ShortDef
a plant
Debugging
Headword:
φύτευμα
Headword (normalized):
φύτευμα
Headword (normalized/stripped):
φυτευμα
IDX:
35337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35377
Key:
fu/teuma
Data
{'content': 'φύτευμα\n φύτευμα, ατος, τό,\n from φῠτεύω\n a plant, Pind., Soph.', 'key': 'fu/teuma'}